- απροσδοκια
- ἀπροσδοκίαἀ-προσδοκίαἥ отсутствие предвидения
(θάρσος ἀ. κακοῦ, sc. ἐστιν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θάρσος ἀ. κακοῦ, sc. ἐστιν Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπροσδοκία — ἀπροσδοκίᾱ , ἀπροσδοκία non expectation fem nom/voc/acc dual ἀπροσδοκίᾱ , ἀπροσδοκία non expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκίαν — ἀπροσδοκίᾱν , ἀπροσδοκία non expectation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδοκία — ἀδοκία, η (Α) [δοκῶ] το να μη προσδοκά κανείς, απροσδοκία … Dictionary of Greek